Τετάρτη 20 Ιουνίου 2012

BENT-Sean Mathias 1997, μία πρώτη προσέγγιση

Στα 1997 μία ιδιαίτερη συνάντηση θεάτρου,κινηματογράφου και ιστορίας. Ο λόγος για το Βent έργο του θεατρικού σκηνοθέτη Martin Sherman μεταφερόμενο στην οθόνη από τον Sean Mathias.Το έργο παραστάθηκε πρώτη φορά στο Royal Court Theatre στα 1979 και έχει απασχολήσει αρκετούς γνωστούς σκηνοθέτες όπως τον Γαβρά και τον Fassbinder.H θεατρική <<καταγωγή>>του έργου διατηρείται  και στη κινηματογραφική του εκδοχή. Άλλωστε ήταν ο ίδιος ο Sherman εκείνος που επέλεξε τον Mathias για τη μεταφορά,δείγμα εκτίμησης και ουσιαστικής συνεργασίας. Η ταινία διαρθρώνεται σε δύο μεγάλα θεματικά μέρη -όπως και το ίδιο το θεατρικό-αν και μια λεπτομερέστερη ανάλυση θα την χώριζε σε περισσότερες  υποενότητες. Η φασμπιντερική αισθητική ενός gay cabaret στην έναρξη, πετυχημένα αποδίδει την αισθητική των εν λόγω clubs (ημιπαράνομων ήδη απ το μεσοπόλεμο) όσο και της gay κοινότητας της εποχής. Η πόλη σε κρίση, έπειτα σε πόλεμο και  η αντίστοιχη αμφίθυμη στάση των κατοίκων στη καθημερινή συνδιαλλαγή μαζί της, με τους θεσμούς και την πολιτική ανισορροπία της, η σχεδόν αδύνατη πια επιβίωση σε ένα ,κοσμοπολίτικο μέχρι πρότινος, αστικό κέντρο περιγράφεται στο εκτενές τραγούδι που ντύνει τη νύχτα στο club της Greta. Το πρώτο μέρος προσπαθεί και εν πολλοίς καταφέρνει να μας εισάγει στη κουλτούρα και τη καθημερινότητα τόσο τη προσωπική και όσο και την κοινωνική-αν έχει κάποιο νόημα αυτή η διάκριση ειδικά στο Βερολίνο της εποχής :η νύχτα του οργιαστικού cabaret είναι και ταυτόχρονα η νύχτα του 1934 γνωστή ως Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών.Σκιαγραφείται λοιπόν η  ομοφυλόφιλη (αντρική)κοινότητα μέσα από τη σχέση του ζευγαριού ως την ,ελαφρώς απότομη σκηνοθετικά ,στιγμή της σύλληψης  τους και την μεταφορά τους στο στρατόπεδο συγκέντρωσης (ακύρωση της πρόθεσης τους  να βιώσουν την ελευθερία μεταναστεύοντας στο Amsterdam αφού μπαίνουν  τελικά σε ένα τρένο με προορισμό το Dahau)
Εκεί ,έχοντας περάσει πια στο δεύτερο μέρος, παρακολουθούμε να εκτυλίσσονται  αρκετές σκηνές από τις σταθερές πραγματικότητες όπως έχουν παρατεθεί σε αφηγήσεις επιζώντων των στρατοπέδων εξόντωσης. Ένα από τα ατού της ταινίας άλλωστε εντοπίζεται στο σεβασμό της απέναντι στην ιστορική αλήθεια  των γεγονότων. Η συνεχής βία,η υποτίμηση,η διάκριση των ‘αστεριών’-κατηγοριοποίηση κρατουμένων ,οι  σχέσεις τους με τους φύλακες και μεταξύ τους.
Ομολογουμένως δύο από τα δυνατότερα σημεία της ταινίας σε επίπεδο παραστασιοποίησης, με την έννοια της απόδοσης και της ηθοποιίας, βρίσκεται σε αυτό το δεύτερο μέρος.Τη σκηνή του έρωτα,μιας απελπισμένης επιθυμίας σ’ ένα περιβάλλον αποκτηνωτικό και απάνθρωπο,μιας επιθυμίας πρωταρχικά για επικοινωνία, θα μπορούσαμε να τη κατατάξουμε σε μία από τις δυνατότερες του είδους, τόσο στο κινηματογράφο όσο και στο θέατρο.Πρόκειται για έναν έρωτα ασώματο-οι εραστές δεν αγγίζονται καθόλου,φτάνουν στον οργασμό μέσα από τα χαμηλόφωνα λόγια τους,συγχρονίζοντας ανάσες και θέλω σε κάποιο τρίλεπτο διάλλειμα από την καθημερινή εργασία στο επιτηρούμενο 24ώρες το 24ωρο περιβάλλον του στρατοπέδου.
.
Η ευρηματική σύνθεση της συσίφειας αγγαρείας που υποχρεώνονται οι δύο κρατούμενοι(ουσιαστικά ένας και ο άλλος πρωτοβουλιακά καταφέρνει να μεταφέρουν  στο ίδιο μέρος το σύντροφο και εραστή ώστε να απαλυνθούν μοιραζόμενες  οι ώρες του καταναγκασμού) αποδίδει την αντίληψη του σκηνοθέτη και του συγγραφέα για την σαδιστική λογική των SS,για μια εργασία δίχως αντίκρισμα και όφελος,απλά τιμωρητική. Μια ομολογουμένως ιστορικά λάθος ματιά καθ’ ότι τα στρατόπεδα εργασίας έπαιξαν ζωτικό ρόλο στις οικονομίες των περιοχών όπου βρίσκονταν αλλά κυρίως και πάνω απ όλα στη πολεμική μηχανή του Γ’ ράιχ. Πάντως αποτυπώνεται έξοχα η φθοροποιός, εντέλει καταστροφική για τη προσωπικότητα του κρατουμένου, ένταση των εργασιών αφού παρακολουθούμε ότι ακριβώς  βιώνουν και οι ηθοποιοί/κρατούμενοι:  ένα ατέρμονο πηγαινέλα ογκόλιθων σε κάποιο σωρό αριστερά και πάλι πίσω –κινήσεις δίχως χρόνο και νόημα. Σαν ένα σχόλιο για τη σωρεία μικρών καταναγκαστικών τελετουργιών των έγκλειστων (π.χ το καθημερινό πλύσιμο,ξύπνημα κτλ) μπορεί ικανοποιητικά να σταθεί,με κάθε επιφύλαξη όμως για τη πρόθεση των δημιουργών.
Η θεατρική παιδεία και ματιά του σκηνοθέτη,το συνολικότερο στήσιμο,με την έννοια του στυλιζαρίσματος(η απουσία της μουσικής στο μεγαλύτερο μέρος και οι πένθιμες,χαμηλές μελωδίες του Philip Glass εντείνουν τη δραματικότητα σε όλη τη διάρκεια), της ταινίας είναι αυτό που ταυτόχρονα κερδίζει και κουράζει τον θεατή. Χάριν αυτών των γνωρισμάτων παρακολουθούμε σχεδόν κατανυκτικά κάποιες στιγμές δυνατές (όπως οι προαναφερθείσες) ενώ προς το τέλος η υπερβολική στατικότητα και η εστίαση στη ψυχολογία των ατόμων προκαλεί τη γνώριμη ανθρώπινη δυσφορία απέναντι σε δυσκολίες που είναι ανοίκειες.
Όμως όλα αυτά θα ίσχυαν και θα αρκούσαν αν αναλύαμε μία ταινία κοινής αφήγησης ή απλώς εμπορική,μία ταινία θέαμα και μόνο..Καταπιαστήκαμε με το Bent γιατί κατάφερε αρκετά να απέχει απ το διαδεδομένο μοντέλο ταινιών κυρίως και πριν απ’ όλα σε επίπεδο περιεχομένου.Η απεικόνιση της ναζιστικής Γερμανίας έχει επιχειρηθεί συχνά στον κινηματογράφο κατά κόρον με στερεοτυπικό και επιφανειακό τρόπο. Αναπαράγοντας μια δήθεν δημοκρατική κριτική και σφύζοντας από έναν αέρα  παρελθόντος, σχεδόν προϊστορικού βάθους, δίχως ούτε μια νύξη σε ιστορικά αίτια και συνέπειες-εν τέλει δίχως καν Ιστορία.Αυτός είναι ο κανόνας που έχουμε γνωρίσει παρακολουθώντας παραγωγές διάσημων και μη δημιουργών .Το Bent δεν είναι κάποια φοβερή ανατροπή του,απομακρύνεται όμως κατά πολύ από αυτόν, αφού τόλμησε να καταπιαστεί με μια πτυχή της χιτλερικής θηριωδίας,αυτή της βιομηχανίας θανάτου όπως συστηματοποιήθηκε με τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και μάλιστα απο  την λιγότερο γνωστή σκοπιά,εκείνη των ομοφυλόφιλων.Χωρίς να μπορεί να αποτελέσει τεκμήριο,ούτε και να ενταχθεί σε αυτό που-κατά αντιστοιχία με τη λογοτεχνία-θα λέγαμε στρατοπεδικός κινηματογράφος, ωστόσο επιλέγει να πάρει μέρος στον διάλογο με την μνήμη και την ιστορία με έναν τρόπο που σέβεται την αλήθεια τους και στρέφει τη  κάμερα σε διαφορετικά απ τα συνήθη πεδία.
Χριστίνα-Μαριλυ Μπουρμά